- αδιάχυτος
- -η, -ο (Α ἀδιάχυτος, -ον) [διαχέω]αυτός που δεν εκδηλώνεται, δεν εξωτερικεύεταιαρχ.1. που δεν μαλακώνει με το ψήσιμο2. αδιάλυτος, ασκόρπιστος3. (για πρόσωπα) ο μη σπάταλος ή άσωτος4. (για ύφος λόγου) περιεκτικός, πυκνός5. το ουδ. ως ουσ. τό ἀδιάχυτον έλλειψη ευθυμίας.
Dictionary of Greek. 2013.