αδιάχυτος

αδιάχυτος
-η, -ο (Α ἀδιάχυτος, -ον) [διαχέω]
αυτός που δεν εκδηλώνεται, δεν εξωτερικεύεται
αρχ.
1. που δεν μαλακώνει με το ψήσιμο
2. αδιάλυτος, ασκόρπιστος
3. (για πρόσωπα) ο μη σπάταλος ή άσωτος
4. (για ύφος λόγου) περιεκτικός, πυκνός
5. το ουδ. ως ουσ. τό ἀδιάχυτον έλλειψη ευθυμίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀδιάχυτος — not softened by cooking masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιάχυτος — η, ο αδιασκόρπιστος: Η φήμη αυτή δεν έμεινε αδιάχυτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιάχυτον — ἀδιάχυτος not softened by cooking masc/fem acc sg ἀδιάχυτος not softened by cooking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάχυτοι — ἀδιάχυτος not softened by cooking masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”